- ἀμπελουργία
- ἀμπελουργ-ία, ἡ,A vine-dressing, Thphr.CP3.14.2, Luc.Salt.40: in pl., vineyards, Lib. Or.11.234, Poll.1.228.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀμπελουργία — ἀμπελουργίᾱ , ἀμπελουργία vine dressing fem nom/voc/acc dual ἀμπελουργίᾱ , ἀμπελουργία vine dressing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμπελουργία — η (Α ἀμπελουργία) [ἀμπελουργός] η καλλιέργεια της αμπέλου … Dictionary of Greek
αμπελουργία — η 1. η αμπελοκαλλιέργεια (βλ. λ.). 2. κλάδος της γεωπονίας που ασχολείται με το αμπέλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμπελουργίας — ἀμπελουργίᾱς , ἀμπελουργία vine dressing fem acc pl ἀμπελουργίᾱς , ἀμπελουργία vine dressing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμπελουργίαι — ἀμπελουργίᾱͅ , ἀμπελουργία vine dressing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμπελουργίαν — ἀμπελουργίᾱν , ἀμπελουργία vine dressing fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμπελουργιῶν — ἀμπελουργία vine dressing fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμπελουργικός — ή, ό (Α ἀμπελουργικός, ή, ὸν) [ἀμπελουργός] 1. ο σχετικός με την αμπελουργία ή ο κατάλληλος γι’ αυτήν 2. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) η αμπελουργική η τέχνη τής αμπελοκαλλιέργειας και τού αμπελουργού, η αμπελουργία … Dictionary of Greek
Μάης — ο 1. ο μήνας Μάιος 2. (ως προσηγορικό) στεφάνι που κατασκευάζεται από άνθη και κρεμιέται πάνω από την πόρτα τού σπιτιού κατά την πρωτομαγιά 3. κοινή ονομασία τού φυτού Statice sinuata 4. φρ. α) «τον κόκκινο Μάη» ουδέποτε β) «πιάνω τον Μάη»… … Dictionary of Greek
Πανδίων — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους 50 γιους του Αιγύπτου και της Ηφαιστίνης, που τον σκότωσε η σύζυγός του Δαναΐδα Καλλιδίκη. 2. Γιος του Φινέα, βασιλιά της Θράκης, από την πρώτη σύζυγό του Κλεοπάτρα. Ο πατέρας του τον τύφλωσε μαζί με… … Dictionary of Greek
αμπέλι — Η λέξη σημαίνει κυρίως την έκταση γης όπου καλλιεργείται το φυτό άμπελος η οινοφόρος,το κλήμα, αλλά και το ίδιο το φυτό ή και τις συστάδες του. Το α. ανήκει στην οικογένεια των αμπελιδών (δικοτυλήδονα, τάξη ραμνωδών) και προέρχεται, όπως φαίνεται … Dictionary of Greek